- κεντρίου
- κέντριονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κέντριου, Τζον — (John Κendrew, Οξφόρδη 1917 – Κέιμπριτζ 1997). Άγγλος βιοχημικός. Σπούδασε στο κολέγιο Κλίφτον, ένα δημόσιο σχολείο στο Μπρίστολ, και στο κολέγιο Trinity College, στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Αποφοίτησε το 1939 και το 1949 έλαβε το διδακτορικό … Dictionary of Greek
κερκώπη — κερκώπη, ἡ (Α) είδος τζιτζικιού με μακριά ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκωψ. Το έντομο ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τού κεντριού του] … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… … Dictionary of Greek
Περούτζ, Μαξ Φέρντιναντ — (Perutz, Βιέννη 1914). Άγγλος χημικός αυστριακής καταγωγής (Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και ύστερα στο Καίμπριτζ, στο τμήμα ερευνών του εργαστηρίου Κάβεντις, όπου αφοσιώθηκε στην ανόργανη χημεία και ειδικότερα στη δομή των κρυστάλλων με … Dictionary of Greek
πομπίλιος — (pompilius). Γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό της οικογένειας των Πομπιλιδών. Οι π. είναι λεπτά έντομα, με χρώμα συνήθως γαλάζιο και με μακριά αγκαθωτά πόδια. Είναι έντομα σαρκοφάγα και σκαπτικά. Το είδοςπ. ο βιατικόςέχει χρώμα μελανό με γκρίζες … Dictionary of Greek